πάτρα

πάτρα
πάτρα (-ας, -ᾳ, -αν.)
a homeland

ἐξένεπε Αἴγιναν πάτραν O. 8.20

εἰ μὴ στάσις ἀντιάνειρα Κνωσίας σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16

καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.84

ἐπεὶ τίνα πάτραν τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον; P. 7.5

Κυράναν· ἅ νιν εὔφρων δέξεται καλλιγύναικι πάτρᾳ δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.74

Ἰφιγένεἰ ἐπ' Ἐὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας P. 11.23

Αἰακόν ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ N. 7.85

σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον N. 8.46

Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι πάτραν τ' εὐώνυμον ἐστεφάνωσαν N. 11.20

(Αἰακίδαι),

τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43

χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται I. 7.27

πάτρας ἑκάς Πα. 13. b. 2.
b clan, family πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι Theandridai N. 4.77 κράτησεν ἀπὸ ταύτας αἷμα πάτρας Καλλίας Bassidai N. 6.35 add. gen.,

τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.63

αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν P. 8.38

cf. πάτραθε.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάτρα — πάτρᾱ , φράτρα brotherhood fem nom/voc/acc dual (doric) πάτρᾱ , φράτρα brotherhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πάτρᾱ , πάτρα fatherland fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πάτρᾱ , πάτρα fatherland fem nom/voc sg (attic epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • πάτρᾳ — πάτραι , φράτρα brotherhood fem nom/voc pl (doric) πάτρᾱͅ , φράτρα brotherhood fem dat sg (attic doric aeolic) πάτραι , πάτρα fatherland fem nom/voc pl (epic ionic) πάτρᾱͅ , πάτρα fatherland fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) πάτραι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάτρα — Sp Pãtrai Ap Πάτραι/Patrai sen. graikų kalba Ap Patrae lotyniškai Ap Πάτρα/Patra graikiškai L Graikijos adm. sr., Achajos nomo ir V Graikijos adm. sr. centras …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πάτρᾳ — Πάτραι , Πάτραι fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τσάτρα πάτρα — Ν επίρρ. (κυρίως σχετικά με ξένη γλώσσα ή με συνεννόηση) έτσι κι έτσι, κουτσά στραβά («τά κατάφερε τσάτρα πάτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catra patra < μσν. σάταλα πάταλα] …   Dictionary of Greek

  • τσάτρα πάτρα — (λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ., με ατέλειες, κουτσά στραβά, άκρες μέσες: Μιλάει τα γαλλικά τσάτρα πάτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάτρας — πάτρᾱς , φράτρα brotherhood fem acc pl (doric) πάτρᾱς , φράτρα brotherhood fem gen sg (attic doric aeolic) πάτρᾱς , πάτρα fatherland fem acc pl (epic ionic) πάτρᾱς , πάτρα fatherland fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) πάτρᾱς , πάτρη… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτραν — πάτρᾱν , φράτρα brotherhood fem acc sg (attic doric aeolic) πάτρᾱν , πάτρα fatherland fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) πάτρᾱν , πάτρη fatherland fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στεφανόπουλος, Κωνσταντίνος — (Πάτρα 1926 –). Δικηγόρος, πολιτικός, Πρόεδρος Δημοκρατίας από το 1995. Ο Κ.Σ. γεννήθηκε στις 15/8/1926 στην Πάτρα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άσκησε τη δικηγορία στην Πάτρα, από το 1954 έως το 1974. Πριν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Patras — Πάτρα Vista de Patras en verano. En primer plano el el muelle de Agios Nikoláos (San Nicolás) y …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”